- ευθυέπεια
- εὐθυέπεια και εὐθυεπία [ευθυεπής]ἡ (Α)το να μιλάει κάποιος με παρρησία, η ειλικρίνεια, η ευθύτητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐθυεπείαις — εὐθυέπεια straight speaking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυέπειαν — εὐθυέπεια straight speaking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυλογία — εὐθυλογία, ἡ (Α) [ευθυλόγος] η ευθυέπεια … Dictionary of Greek